- Οράτιος
- (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική αγωγή του. Στη Ρώμη διετέλεσε μαθητής του Ορβιλίου Πουπίλλου· κατόπιν ήρθε σε επαφή με τους επικούρειους κύκλους της Καμπανίας, όπου άκουσε τα μαθήματα του Φιλοδήμου. Στην Αθήνα, όπου πήγε αργότερα για να συνεχίσει τις σπουδές του, τον πρόλαβαν τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του Καίσαρα και κατατάχθηκε στον στρατό των τυραννοκτόνων, με τους Όποιους πολέμησε στους Φιλίππους το 42, διοικώντας μια λεγεώνα με τον βαθμό του χιλίαρχου. Η ήττα των δημοκρατικών και μια προσωπική του ατυχία (η εγκατάλειψη της ασπίδας του στο πεδίο της μάχης) είχαν αποφασιστικό αντίκτυπο στη ζωή του και στην ψυχολογία του. Αφού έχασε το μικρό του πατρικό κτήμα και περιορίστηκε σε ένα ταπεινό αξίωμα γραφέα, ο Ο. απέκτησε μια μόνιμη απέχθεια για κάθε παράλογη πράξη και προσπάθησε να ρυθμίσει τη ζωή του σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις του κοινού νου και τις υποδείξεις των φιλοσόφων, όχι μόνο των επικούρειων, αλλά κάθε ρεύματος. Ο Βιργίλιος και ο Ουάριος τον παρουσίασαν στον Μαικήνα, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Χάρη στη γενναιοδωρία του φίλου του, ο Ο. απέκτησε ένα κτήμα στη Σαβίνη, τόπο φυγής από την πνιγηρή ζωή της Ρώμης, της οποίας όμως ο ποιητής παρακολουθούσε πάντα τα γεγονότα και τις ζυμώσεις. Προστατευόμενος του Αυγούστου, αρνήθηκε επίσημα αξιώματα και προτίμησε να αφιερώσει τον ελεύθερο χρόνο του στη φιλοσοφία, χωρίς αξιώσεις, στην ανάγνωση και στην ποίηση. Πολλές γυναίκες πέρασαν από τη ζωή του, αλλά δεν είχε ποτέ, όπως ο Κάτουλλος, αποκλειστικά και συγκλονιστικά πάθη: οι γυναικείες μορφές, που παρελαύνουν μέσα στα ποιήματα του με ονόματα πλαστά, έχουν αγαπηθεί κάποτε με πάθος, αλλά πάντοτε με τη συναίσθηση της προσωπικότητας αυτών των δεσμών, με τη φρόνηση ενός αυτοέλεγχου που αγνοεί την απογοήτευση. Στη φιλία του με τον Βιργίλιο, τον Κουιντίλιο, τον Αριστίωνα, τον Μαικήνα και άλλους, υπήρξε ευθύς, θερμός και πιστός. Ευέξαπτος, αλλά χωρίς μνησικακία, είχε συνείδηση της μεγαλοσύνης του, αλλά για τα ελαττώματα και τις αδυναμίες των άλλων έδειχνε καλοκάγαθη κατανόηση. Η άσκηση της σύνεσης και η επίμονη αναζήτηση της επικούρειας αταραξίας έκαναν τον Ο. έναν φαινομενικά γαλήνιο άνθρωπο, χωρίς ωστόσο να αποκοιμήσουν τελείως τις ανησυχίες του.
Στο βιβλίο του των Επωδών (Epodon Liber) υπάρχουν ορμητικές προσωπικές επιθέσεις, πολιτικές και φιλολογικές, κατά το μακρινό πρότυπο του Αρχίλοχου ή του Ιππώνακτα, αλλά υπάρχει και ο ανήσυχος παλμός της νεανικής ψυχής που προσπαθεί να πραγματοποιήσει το όνειρο μιας πλατιάς ομόνοιας μεταξύ των φίλων, ενώ η θλίψη των ερωτικών αποτυχιών τείνει να καταλαγιάσει μέσα σε μια γαλήνη όλο εμπειρία αλλά και πικρία. Στις Σάτιρες (Satyrae, 18 συνθέσεις σε 2 βιβλία) αποκαλύπτεται ήδη ολοκάθαρα η ορατιανή ιδιοσυγκρασία, εύθικτη, αλλά αγαθή, έντονα δηκτική, αλλά ανίκανη για ανηλεείς επιθέσεις και φαρμακερό χιούμορ, είτε όταν ο ποιητής παρουσιάζει ένα ημερολόγιο ταξιδιού είτε όταν συγκρίνει χωρίς έπαρση, τη ζωή του, αντιηρωική και γεμάτη ελαττώματα, αλλά συνειδητή και χρηστή, με τη σύγχυση και την αναταραχή μιας κοινωνίας γεμάτης πάθη, αμφίρροπης και ανεύθυνης· ή όταν διατυπώνει τις φιλολογικές του υποχρεώσεις εξετάζοντας τους χαρακτήρες του σατιρικού «είδους» και τις συγκεκριμένες όψεις του ποιητικού του καθήκοντος· είτε ακόμα όταν κατακρίνει αθάνατα πρόσωπα ή όταν σχεδιάζει αληθινούς μίμους με αριστοτεχνικό σκηνογραφικό διάκοσμο και συναρπαστικό διάλογο. Ο λυρισμός μιας τέτοιας ποίησης, γραμμένης χωρίς αξιώσεις, σε ένα στρωτό εξάμετρο, πολύ συγγενικό προς το sermo merus, αποδίδεται με την εντυπωσιακή παρουσία ενός «εγώ» που προσφέρει πολυεδρικά μια εξαιρετικά πιστή εικόνα του εαυτού του. Διαφορετική εκφραστική ποιότητα παρουσιάζουν οι Ωδές (Carmina) σε τέσσερα βιβλία. Διακρίνονται δύο κύριες πηγές ποιητικής έμπνευσης: η πολιτικό-εγκωμιαστική και η φιλική-ερωτική. Στην πρώτη, ορισμένοι, εσφαλμένα όμως, ανακάλυψαν τον καλύτερο Ο. Πρόκειται για τον Ο. που ενστερνίστηκε τα ηθικοπολιτικά ιδεώδη του Αύγουστου και συνειδητοποίησε το ρωμαϊκό μεγαλείο και τις προϋποθέσεις του: αλλά οι επικο-εγκωμιαστικοί τόνοι είναι οι λιγότερο ταιριαστοί στον Ο. Οι συνταρακτικές αναμνήσεις των εμφύλιων πολέμων, η φρίκη της απειλητικής προσπάθειας της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου δίνουν θέση στον ενθουσιασμό για τη νίκη στο Άκτιον και για μια βέβαιη ειρήνη. Στις πρώτες έξι ωδές του Γ’ βιβλίου, τις λεγόμενες ρωμαϊκές ωδές, ο ποιητής ψάλλει τη virtus (αρετή) και γενικά τις ελπίδες του ηγεμόνα και του λαού του, ερμηνεύοντας τα σχέδια των κυβερνώντων, εξυμνώντας και συμβουλεύοντας το ύφος και τη συνείδηση του προφήτη. Ύμνο της Ρώμης αποτελεί το περίφημο Carmen seculare, που είναι μάλλον μια μέτρια σύνθεση για χορό, η οποία γράφτηκε το 17, επ’ ευκαιρία του εορτασμού των εκατονταετηρικών αγώνων. Στο Δ’ βιβλίο, η εγκωμιαστική διάθεση του ποιητή τον παρασύρει στην εξύμνηση των επί μέρους κατορθωμάτων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και καταλήγει στην κολακεία. Πολύ περισσότερο αξιόλογα είναι τα λυρικά του ποιήματα, στα οποία ο πόνος της ζωής μετριάζεται με το carpe diem (απόλαυσε την κάθε ημέρα σου), με τη λαχτάρα να φωτιστεί χαρούμενα η στιγμή που φεύγει, και να αποσπαστεί έτσι από το σκοτάδι του μυστήριου και του θανάτου, που πάντοτε επικρέμαται. Τα ποιήματα αυτά, άλλοτε γεμάτα λαμπρότητα, άλλοτε ξένοιαστα, άλλοτε διαποτισμένα από το ρίγος του άγνωστου που φτάνει κάποτε ως το μακάβριο, και άλλοτε πλούσια σε ισορροπία, αποτελούν ίσως ένα μοναδικό ποίημα: μοιάζουν με τις παραλλαγές ενός και μόνου μουσικού θέματος, η διαύγεια του οποίου δεν έχει το όμοιό της στην αρχαία ποίηση. Στην ποίησή του έιναι φανερές πολλές επιδράσεις από την αιολική λυρική ποίηση του Αλκαίου και της Σαπφώς, έως το μεγάλο δίδαγμα του Καλλίμαχου και των «νέων ποιητών», οι οποίες συνοδεύονται όμως από μια μεγάλη αυστηρότητα στη μορφή, από μία τέλεια επεξεργασία των στίχων και των στροφών, από μια ακρίβηα φαινομενικά σχεδόν ψυχρή και ακαδημαϊκή. Στις Επιστολές (Epistulae), έργο της πλήρους ωριμότητας του, σε 2 βιβλία, επαναλαμβάνεται η πρόθεση ενός προγραμματισμένου αντιλυρισμού και η στροφή, ήδη φανερή στις Σάτιρες, προς μια ηθικολογική διάθεση. Αλλά στα κείμενα των επιστολών (κάθε επιστολή είναι αφιερωμένη σε ένα φίλο) και στον παραινετικό και αποφθεγματικό τους τόνο, αποκαλύπτεται η υποδειγματική πληρότητα μιας ορθολογικής επιμονής και μιας έντονης και πλούσιας συναισθηματικότητας. Οι τρεις επιστολές του B’ βιβλίου έχουν φιλολογικό χαρακτήρα. Η τρίτη, προς τους Πείσωνες (Epistula ad Pisones) είναι η Ποιητική Τέχνη (Ars Poetica), που θεωρείται αυτοτελές έργο· αν και είναι μια σύνοψη των αριστοτελικών ιδεών, είχε ωστόσο μεγάλη επιτυχία σε κάθε εποχή.
Η μορφή του Λατίνου ποιητή Κόιντου Οράτιου Φλάκκου χαραγμένη σε μετάλλιο του 4oυ αιώνα.
Κόιντος Οράτιος Φλάκκος: «Ωδές και Επιστολές», μια σελίδα από κώδικα του 8ου μ.Χ. αιώνα, που βρίσκεται στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου.
Dictionary of Greek. 2013.